- απόνηρος
- η , ο [ος , ον ] см. απονήρευτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπόνηρος — not vicious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόνηρος — η, ο (AM ἀπονηρος, ον) ο απονήρευτος … Dictionary of Greek
ἀπονήρως — ἀπόνηρος not vicious adverbial ἀπόνηρος not vicious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνηρον — ἀπόνηρος not vicious masc/fem acc sg ἀπόνηρος not vicious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονήροις — ἀπόνηρος not vicious masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονήρου — ἀπόνηρος not vicious masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονήρους — ἀπόνηρος not vicious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονήρῳ — ἀπόνηρος not vicious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνηρα — ἀπόνηρος not vicious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόνηροι — ἀπόνηρος not vicious masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆԽՈՐԱՄԱՆԿ — ( ) NBH 1 0162 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. Որ չունի զխորամանկութիւն. աննենգ. անկեղծ. անխարդախ. յն. անչար. ἁπόνηρος *Են եւ ʼի մարդիկ անչարք եւ անխորամանկք. Կիւրղ. գանձ.: *Միամիտ հաւատք՝ անխարդախ եւ անխորամանգ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)